Την 1η Νοεμβρίου 1907, έφτασε στην αστυνομία της Νέας Ορλεάνης μια κατεπείγουσα κλήση από την περιοχή του βάλτου και της λιμνοθάλασσας στα νότια της πόλης. Οι άνθρωποι που είχαν εγκατασταθεί εκεί, στην πλειονότητά τους πρωτόγονοι αλλά καλοκάγαθοι απόγονοι των ανδρών του Λαφίτ, βρίσκονταν στο έλεος του τρόμου από ένα άγνωστο πράγμα που τους είχε προσεγγίσει αθέατο μέσα στη νύχτα. Επρόκειτο, προφανώς, για βουντού, αλλά για το πιο τρομακτικό είδος βουντού που είχαν συναντήσει ποτέ τους· επιπλέον, μερικές γυναίκες και παιδιά είχαν εξαφανιστεί από τη στιγμή που τα αποτρόπαια τύμπανα ξεκίνησαν τον ατέρμονο χτύπο τους κάπου βαθιά μέσα στο στοιχειωμένο μαύρο δάσος, όπου κανένας κάτοικος δεν τολμούσε ποτέ να μπει. Ακούγονταν παραληρηματικές κραυγές και απόκοσμα ουρλιαχτά, ψαλμωδίες που σου πάγωναν το αίμα, και χόρευαν φλόγες διαβολικές· ώσπου, πρόσθεσε ο τρομαγμένος αγγελιαφόρος, δεν μπορούσαν άλλο να το αντέξουν.
Πιθανώς να είναι η ειρωνεία της τύχης ότι ο άνθρωπος που έμελλε να συνδεθεί όσο κανείς άλλος με τον όρο «κοσμικός», όπως αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει όσα προέρχονται από το διάστημα ή το σύμπαν, παρά από τη Γη, πίστευε πως «δεν είμαστε φτιαγμένοι για μακρινά ταξίδια».[1] Πρόκειται για τον συγγραφέα Χ. Φ. Λάβκραφτ, θεμελιωτή ενός ξεχωριστού υποείδους της λογοτεχνίας τρόμου, του αποκαλούμενου «λαβκραφτικού», που βασίζεται στο αίσθημα του δέους για το άγνωστο. >>>
Ο Χένρι Θορώ στο εμβληματικό Walden περιγράφει τις ειδυλλιακές ημέρες του στη λίμνη Ουόλντεν. Εκεί έφτιαξε μια καλύβα και έζησε επί δύο χρόνια με ελάχιστα μέσα, αλλά με πλέρια σχέση με την αγνότητα της φύσης. Τίποτα το παράξενο ή περίτρομο δεν σκίαζε τη δέσμευσή του με το παρθένο δάσος, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Οι συγγραφείς ακόμη περισσότερο. Εκεί που ο Θορώ έβλεπε τη γαλήνη, ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ διέβλεπε μια επίφοβη παραξενιά. >>>