«Η καταφυγή στους τόπους μνήμης της παιδικής ηλικίας λειτουργεί παραμυθητικά, λυτρωτικά και δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο γράφτηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου εγκλεισμού της πρόσφατης πανδημίας. Η Χριστίνα Αργυροπούλου, από την αρχή της αφήγησής της, δείχνει την πρωτεύουσα σημασία που δίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα της και στα παιδικά της βιώματα: νοσταλγεί τη δανεική αλληλοβοήθεια, που συντηρούσε τον κοινωνικό ιστό του χωριού της, τα χρώματα της φύσης, που αντίκριζε κάθε πρωί, τους ήχους των πτηνών, τον Ερύμανθο, την αναρρίχηση στα δέντρα, τα παιχνίδια με τα υπόλοιπα παιδιά, τις αγροτικές εργασίες, την εναλλαγή των εποχών και την πρώτη της επαφή με τη θάλασσα».