Η διασταύρωση των κοινωνικών επιστημών με την ψυχανάλυση είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά επιστημολογικά συμβάντα του εικοστού αιώνα. Ο διασημότερος τέτοιος «γάμος» που μας έρχεται στον νου είναι βέβαια ο φροϋδομαρξισμός, που γεννήθηκε στην ταραγμένη δεκαετία τού 1930 για να ερμηνεύσει τις ψυχολογικές όψεις τής ταξικής κυριαρχίας, και κυρίως την ανορθολογική έλξη που ασκούσε στα λαϊκά στρώματα ο ναζισμός. Νωρίτερα όμως, και ώς ένα σημείο ανεξάρτητα, οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι που εργάζονταν με εξωτικές κοινωνίες αναζητούσαν ψυχολογικά εργαλεία για να φωτίσουν αυτό που λέμε «εσωτερίκευση του πολιτισμού» από τα άτομα-φορείς του, ενώ ο ίδιος ο ιδρυτής τής ψυχανάλυσης, ο Σ. Φρόυντ, διακινδύνευε τολμηρές ανθρωπολογικές εικασίες για να καταλάβει την ιστορία των κλινικών δομών που ανέσκαπτε η θεραπευτική πρακτική του. Όταν κάποια στιγμή εκπαιδευμένοι αναλυτές κατέβηκαν στο ανθρωπολογικό πεδίο, με τον ανάλογο εξοπλισμό και τα ερευνητικά μέσα, είχε γεννηθεί η εθνοψυχανάλυση. Ως διεπιστημονικός κλάδος ωρίμασε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μέχρι σχεδόν τις ημέρες μας δεν έπαψε να συμβάλλει στην κατανόηση μερικών από τα αινιγματικά φαινόμενα που παρουσιάζει μέσα στην ατελείωτη ποικιλομορφία του ο ανθρώπινος πολιτισμός. Αυτή τη συναρπαστική ιστορία, φωτίζοντας τη ζωή και το έργο των πρωτεργατών της —όπως ο Abram Kardiner, o Géza Róheim, ο Georges Devereux, κ.ά.— παράλληλα με τη γένεση των ερωτημάτων στα οποία φιλοδόξησαν να απαντήσουν, διηγείται αυτό το βιβλίο. Συμπληρώνεται με ένα παράδειγμα σύγχρονης εφαρμοσμένης εθνοψυχαναλυτικής έρευνας, που δίνει αφορμή για μια γόνιμη συζήτηση σ’ ένα θέμα που μας απασχολεί όσο πάντοτε: τη διαμόρφωση του ανθρώπινου φύλου.