Αυτός που εκπροσωπούσε το συναίσθημα του φόβου πήγε να κάνει τον εαυτό του άρχοντα, φορώντας το μενταγιόν. Έτσι τον έκλεισαν σε ισόβια φυλακή οι υπόλοιποι εκπρόσωποι των συναισθημάτων. Ο μόνος τρόπος να λυθούν τα δεσμά του ήταν να φορέσει το μενταγιόν. Όταν καταφέρει και το πάρει υπό την κατοχή του θα ελευθερωθεί και θα ξεκινήσει πόλεμος.
… Έπιασε το κεφάλι του ζαλισμένος. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Σηκώθηκε με δυσκολία. Το πόδι του, τον πονούσε πολύ το πόδι του. Είχε πυροβοληθεί. Η πληγή μάλλον είχε μολυνθεί. Εκτός από αίμα έβγαζε και πύον. Ψηνότανε στον πυρετό. Έπρεπε να περιποιηθεί το τραύμα του επειγόντως. Αν δεν ήθελε να χάσει το πόδι του. Κοίταξε τριγύρω. Μα πού ήταν; Είχε γυρίσει πίσω, τα κατάφερε. Τα κατάφερε! Έπρεπε όμως να μάθει πόσο πίσω είχε πάει. Αγόρασε μία εφημερίδα. Ήταν η μέρα που βρέθηκε το μυστήριο μπρούντζινο κουτί στο ναυάγιο Χριστιάνα. Άρα ο Φόβος δεν έχει πάρει ακόμη στα χέρια του το μενταγιόν…