Αναζητώντας, λοιπόν, λύση στα υπαρξιακά αδιέξοδα που βιώνουμε, κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτή δεν μπορεί να ανευρεθεί αν δεν επιχειρηθεί ένας έστω διαγραμματικός απολογισμός της ιστορικής πορείας του ελληνισμού, καθώς η ιδιοπροσωπία του ελληνικού έθνους είναι ιστορικής υφής, δηλαδή μπορεί να αντικρίσει το ίδιο του το μέλλον μόνον εφ’ όσον έχει μια βαθιά συνείδηση και γνώση της ιστορικής του διαδρομής και της συνέχειας του. Και παρότι κάτι τέτοιο ισχύει για όλα τα έθνη, για τους νεώτερους Έλληνες αποκτά αποφασιστική σημασία, δεδομένης της υπαρξιακής κρίσης που βιώνουμε μετά το 1922: το άλλοτε υπαρκτό πολιτισμικό, γεωγραφικό και πληθυσμιακό εύρος έχει αντικατασταθεί, κατ’ εξοχήν, από το ιστορικό βάθος.
Ωστόσο η πρόσκτηση μιας ιστορικής συνείδησης δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο. Διότι αυτό το «μαρμάρινο κεφάλι» μιας μακραίωνης ιστορίας κινδυνεύει, «να εξαντλήσει τους αγκώνες μας». Κινδυνεύει να μας οδηγήσει στην απραξία κατέναντι στο μέγεθος μιας ιστορίας που φαντάζει δυσβάστακτη για τις μικρές, στενές μας πλάτες. Γι’ αυτό και πολλοί χάνονται μέσα στα τενάγη του Μαραθώνα ή στα πεδία των Γαυγαμήλων και του Ματζικέρτ, αδυνατώντας να πραγματοποιήσουν την απαραίτητη ιστορική διάκριση που χαρακτηρίζει μια εδραία και ισορροπημένη συνείδηση.