Στην εξώπορτα βγάζει τα ποδονάρια και τα γάντια, τα χώνει με τα σκουπίδια, την κοιτώ να φοράει τα παπούτσια που είχε αφήσει στο χαλάκι, σκέφτομαι θα πάγωσαν οι σόλες, Γενάρης, θα περπατήσει κάμποσο μέχρι να ζεσταθεί, πονεμένη γυναίκα. Κατεβαίνει τη σκάλα της οικοδομής κι ακόμη μιλάει. Ακούω ανάκατα το παραμιλητό της και τα τακούνια της να ξεψυχάνε από όροφο σε όροφο. Παίρνω θέση ξανά και κοιτάζω προς το μπαλκόνι. Ένας σπουργίτης κάτι ψάχνει με τη μύτη του στη γλάστρα με το γιασεμί. Σκέφτομαι να φέρω το κινητό να τον φωτογραφίσω. Ακροποδητί σηκώνομαι, σε λίγο έρχεται δεύτερος. Μόλις γίνουν τρεις θα καλέσω τη μικρή στο σκάιπ.
Ένας ηλικιωμένος τριγυρίζει στο πάρκο ελπίζοντας –μάταια– σε μια ισοπαλία, μια καθαρίστρια κι ένας χήρος φιλόλογος ξιφομαχούν μέσα στο γήπεδο μιας εκφυλιστικής νόσου, δυο άστεγοι άνδρες παλεύουν να επιπλεύσουν στις παρυφές της κανονικότητας, ένα δρώμενο ολοκληρώνεται ανάμεσα σε δύο στάσεις του Ηλεκτρικού κι ένας αναπόδραστος χωρισμός έρχεται μαζί με τα Χριστούγεννα.
Ιστορίες μικρές και μεγάλες για τους πολυτραυματίες της πραγματικότητας.