Το καράβι είχε ξεκινήσει στην ώρα του, η Ευτυχία, μια νεαρή δασκάλα πρωτοδιόριστη, ταξίδευε πρώτη φορά σ ένα άγνωστό της ακριτικό νησί, την Κίο, μα κάτι απρόβλεπτο στο δεύτερο λιμάνι και μια μεγάλη καθυστέρηση που ακολούθησε, έβγαλε το ταξίδι εκτός χρονικού προγραμματισμού.
Όμως η Ευτυχία ταξίδευε έστω και νοερά, ονειρευόταν πως έφτανε σ’ έναν όμορφο και φιλόξενο τόπο όπου θα ξεκινούσε ουσιαστικά τη ζωή της.
«Να ονειρεύεσαι καρδιά μου», τα λόγια της μάνας της, «πάντα να πιστεύεις πως το αύριο που έρχεται είναι καλύτερο από το χθες, μα να προσέχεις κιόλας, γιατί τα όνειρα πολλές φορές σκοντάφτουν, είναι σκληρή η πραγματικότητα, όταν είσαι ξυπνητός, γι’ αυτό να έχεις δύναμη και θέληση πάντα να σηκώνεσαι».
Δεν ήθελε να σκέφτεται αρνητικά, κατέβηκε με τους λιγοστούς συνεπιβάτες στο μικρό λιμάνι περασμένα μεσάνυχτα, μα μέχρι να καταλάβει τι πρέπει να κάνει, σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε όλους, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα γύρω της και το πλοίο ήδη είχε ξεμακρύνει πλέοντας προς τον επόμενο άγονο προορισμό.
Μόνη στο πουθενά, με πυκνό σκοτάδι γύρω της, κάθισε απογοητευμένη στο πρώτο παγκάκι, με τα λόγια της μάνας της να της δίνουν κουράγιο: «Τα όνειρα σκοντάφτουν, όμως εσύ πάντα να σηκώνεσαι, το χρωστάς στον εαυτό σου, ...».