Οκτώ πρόσωπα αφηγούνται την ιστορία τους και συγχρόνως φωτίζουν την ιστορία της ζωής των κεντρικών ηρώων του έργου. Καθένας απ’ αυτούς πρωταγωνιστής στη δική του ιστορία και συμπρωταγωνιστής ή κομπάρσος στην περιπέτεια της ζωής των μελών μιας πολυμελούς οικογένειας, της οικογένειας Καραγιάννη, η οποία βιώνει τις συγκρούσεις, τις απογοητεύσεις, τις ελπίδες, τις χαρές και τις λύπες της σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Μέσα από τις συνειδήσεις και τα στιγμιότυπα ζωής των ηρώων του έργου, φωτίζεται μια ολόκληρη εποχή, η οποία ξεκινά από τα χρόνια της άφιξης των προσφύγων Μικρασιατών στον ελλαδικό χώρο και καταλήγει στα χρόνια των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία του κορονοϊού. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τα μικρά ή μεγάλα ιστορικά γεγονότα, καλούμενοι να λάβουν αποφάσεις ζωής και να αντιμετωπίσουν ηθικά διλήμματα. Το βιωμένο τραύμα της προσφυγιάς και του πολέμου, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Χούντα, η κατοπινή περίοδος της ανόδου που έχτισε μεθοδικά τη νοοτροπία του Νεοέλληνα, η αναξιοκρατία, ο εύκολος πλουτισμός, αποτελούν χρήσιμα «εργαλεία» στη λογοτεχνική προσπάθεια σύνθεσης μιας αναγκαστικά αποσπασματικής, αλλά σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπευτικής μικρογραφίας μιας βιωμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Η αξιοποίηση των ιστορικών στοιχείων δεν γίνεται, προφανώς, με πρόθεση συγγραφής ιστορίας αλλά μιας μυθοπλασίας, η οποία στοχεύει στη διανοητική και ιδίως στη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη, δίχως, ωστόσο, την παραμικρή διάθεση μελοδραματισμού, διδακτισμού ή στράτευσης σε συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Άλλωστε, όπως ομολογεί και κάποια απ’ τις ηρωίδες του έργου, δεν υπάρχουν εύκολες προσεγγίσεις στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ούτε απόλυτες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες. «Μια εικόνα η ζωή μας. Θαμπή, που διαβάζεται δύσκολα και σε μπερδεύει. Αυτό που βλέπεις για μια στιγμή έτσι, που το πιστεύεις και βάζεις σκοπό ζωής και προορισμό, την άλλη στιγμή φωτίζεται απ’ την άλλη πλευρά και σε κοροϊδεύει. “Δεν είμαι έτσι”, σου λέει. “Αλλιώς είμαι. Σε γέλασα