Ὁ Τζόναθαν Πράις, ἕνας ἡμιδιαμορφωμένος λογοτεχνικὸς χαρακτήρας, αἰώνια περιπλανώμενος στὸν κόσμο τῶν θαυμάτων, εἰσέρχεται ἀνυποψίαστος στὴν καθημαγμένη ἀπὸ τὴν καραντίνα πόλη τῆς Φιλανθρωπίας. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ὕπαρξής του –δίχως τὴν αἴσθηση προσωπικῆς ταυτότητας, ἀλλότριος, μεταφυσικός, ἀρχαϊκός, ἄδολος μέσα στὴν ἄγνοιά του– τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ δίνεται μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ σὲ μιὰν ἀνιδιοτελὴ ἀποστολή, γιὰ νὰ καταβυθιστεῖ μοιραῖα στὰ φιλοσοφικὰ τοπία τῆς ἡρωικῆς παρωδίας.
Ὁ Τζόναθαν βγῆκε στὴ μικρὴ βεράντα, μ’ ἕναν πικρὸ κόμπο στὸν λαιμὸ σὰν θηλιά, ἀσφυκτιοῦσε στὸ σκληρὸ φῶς τοῦ δωματίου· ὁ ἥλιος ἔγερνε, εἶχε κρυφτεῖ πίσω ἀπὸ τὶς βουνοκορφές, ἐκεῖ ποὺ μαζεύονται οἱ αἰῶνες καὶ στήνουν χορό· τὰ πυρρόξανθα χρώματα τοῦ δειλινοῦ τρεμόφεγγαν σὰν ζωντανὲς μορφὲς – ἐκεῖνες τὶς ὧρες, τὶς μαγικές, ποὺ τ’ ἀγκίστρι τοῦ Θεοῦ ἁλιεύει τὶς ἀγέννητες ψυχές. Ἡ Ἀστερινὴ ἔτρεχε, λικνιζόταν στὸ μεταξένιο γρασίδι, στὸ μυρωδάτο σανό, στὴ μαλακὴ βροχὴ τῆς ξάγρυπνης νύχτας· φτεροκοποῦσε στοὺς ἀνοιχτοὺς αἰθέρες εὐτυχισμένη, καλόψυχη, ἀναμέριζε τὰ κερασένια σύννεφα, τρύγιζε τ’ ἀνεμόδεντρα, χωρὶς ν’ ἀφήνει ποτέ της ἴχνη.