Στὶς λιγοστὲς ἀπαντήσεις ποὺ διαθέτουμε ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἐποχή, μία ἀναντίρρητα δεσπόζει· εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη: ἀρχὴ τοῦ φιλοσοφεῖν εἶναι τὸ θαυμάζειν. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶχε μεγάλη ἀπήχηση στὴν ἱστορία τῆς δυτικῆς σκέψης καὶ δέχτηκε πολλὲς διαδοχικὲς ἑρμηνεῖες. Πῶς, ὅμως, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὸ φιλοσοφικὸ θαυμάζειν καὶ τὴ συνάφειά του μὲ τὸ ἀπορεῖν κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς πρώτης σύλληψής τους στὰ συμφραζόμενα τῶν πλατωνικῶν διαλόγων καὶ τῶν ἀριστοτελικῶν πραγματειῶν, ἰδίως ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι οἱ ἔννοιες αὐτὲς εἶχαν μιὰ μακρὰ προ-φιλοσοφικὴ ἱστορία σὲ ποιητὲς καὶ πεζογράφους, ὅπως ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος, ὁ Ἡρόδοτος καὶ οἱ συντάκτες τῶν κειμένων τῆς Ἱπποκρατικῆς Συλλογῆς;
Μελετώντας τὴ σχέση τοῦ θαυμάζειν καὶ τοῦ ἀπορεῖν μὲ τὸ φιλοσοφεῖν στὰ κείμενα τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν ἱστορικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία ἡ φιλοσοφία ἀπέκτησε, ἅπαξ καὶ διὰ παντός, αὐτοσυνειδησία ὡς αὐτόνομη θεωρητικὴ δραστηριότητα τοῦ ἐλεύθερου νοῦ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τυχὸν πρακτικὲς συνέπειες καὶ χρησιμότητα τεχνικῶν ἐφαρμογῶν. Μιὰ περιδιάβαση σὲ αὐτὸ τὸ πολύφωνο τοπίο πνευματικῆς διαμάχης ἀποτελοῦν τὰ εἴκοσι ἕνα κεφάλαια τῆς παρούσας μελέτης.