«...Γεμάτη αυτοπεποίθηση και φτερωτά όνειρα, ετοιμάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Μάζεψε τα συντρίμμια της πονεμένης της μυθολογίας και της ύπαρξής της, όλα τα ενθυμήματα από τη ζωή στη «Φωλιά», τα μικροσκοπικά χαρτάκια με τις αδέξια ζωγραφισμένες καρδούλες, το λεύκωμα με τις φωτογραφίες, τα κακότεχνα στιχάκια των φιλενάδων της με τις συγκινητικές, δακρύβρεχτες αφιερώσεις· τα συμπίεσε πακεταρισμένα μέσα σ’ ένα κουτάκι και τα τοποθέτησε στην κούτα με τα βιβλία της. Ελεύθερη, ωραία και μόνη, ανεξάρτητη πια η Λου, με ένα ισχυρό πτυχίο κι ένα χαρτοφύλακα γεμάτο τίτλους σπουδών, αριστεία, μια θέση που θα τη ζήλευαν πολλοί, και πολλά όνειρα στοιβαγμένα στις αποσκευές της, ακολούθησε χαρούμενη το πεπρωμένο της. Μόνο μια μικρή, ασήμαντη λεπτομέρεια δεν ήταν σε θέση τότε να προσέξει: Πως οι μνήμες και το παρελθόν που νόμιζε πως τα άφησε οριστικά όλα πίσω της με το παλιό πανωφόρι κρεμασμένα στην ντουλάπα του δωματίου στο ορφανοτροφείο, και πως τα είχε πια ξεπεράσει, την ακολουθούσαν.
Μέσα στη φούρια του φευγιού, ξεκρέμασε, ίσως, μηχανικά ή από κάποια ενδόμυχη επιθυμία ή σκέψη, και στοίβαξε στις αποσκευές της το παλιό πανωφόρι με το κρυμμένο σακουλάκι των μυστικών και δεν επρόκειτο ποτέ να τα αποχωριστεί. Θα τα κουβαλούσε πάντα μαζί της. Και δεν είχε φανταστεί πως οι μνήμες και τα βιώματα θα έπαιζαν στο μέλλον τόσο σημαντικό, καθοριστικό ρόλο στη ζωή της και, μοιραία, θα επηρέαζαν τη συμπεριφορά της...».