Μια νουβέλα για τη δύσκολη ενηλικίωση δύο αδερφών και τους ακατάλυτους δεσμούς του αίματος με φόντο την ηχώ ενός πολέμου που δεν λέει να σβήσει.
«Η μάνα με περιμένει με το χέρι αντήλιο. [...] Έχει, ως συνήθως, αναμμένο τσιγάρο στο στόμα· που και που τινάζει τη στάχτη στο τασάκι. Το δυνατό φως τονίζει τις γραμμές γύρω από το σφιγμένο στόμα της. Βγάζω από την τσέπη της ζακέτας μου ένα πακέτο τσιγάρα, της ζητάω αναπτήρα.
“Καπνίζεις; Από πότε;” ρωτάει καθώς ανάβω.
Σηκώνω τους ώμους, φυσάω τον καπνό.
“Κάθε επίσκεψη και μια έκπληξη;” ρωτάει.
“Μπορεί”.
Μένουμε εκεί για ώρα. Σιωπηλοί, καπνίζοντας.
Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει τώρα. Η σκιά της –και η δική μου–, καθώς η μέρα σβήνει, μακραίνει πάνω στις πλάκες της αυλής, που χρόνια περιμένουν κάποιον να τις ασβεστώσει».