Γράφτηκαν μόνα τους σχεδόν· σχεδόν· τα «μικρά». Τα πιο πολλά στην πόλη μου την Αθήνα, κάποια στο Ναύπλιο κι ένα στη Σκόπελο. Κάποια τ’ αγκάλιασα πρώτος, ενίοτε εμμονικά· κάποια εκείνα πρώτα, απρόσμενα, σαν την «ἀπρόφερτη λέξη» του Ρίτσου. Όλα να γιορτάσουν ό,τι η ποίηση, ίσως μόνο αυτή, ανόριστα, κάποτε κι άηχα, ορίζει – κι αδασκάλευτα στους ήχους και τις σιωπές της. Ποιεί o Miłosz: «Σου μιλώ με σιωπή, όπως το σύννεφο ή το δέντρο». Ποίηση· καρτερική κι ανυπόμονη, εννοημένη κι αζύγιαστη, ριζωμένη κι ανένταχτη, βελούδινη κι ακατέργαστη, στρωτή κι ασύναχτη. Που με πνοές, χοές, ηχές, θεούς, θνητούς και παρηγορητές μάς μοιράζει, μας μοιάζει.
Από τα Πρόλεκτα