Ελλάδα. Αθήνα. Κυψέλη. Δώμα σε ταράτσα. Πρώτοι μήνες του κορονοϊού. Μια γυναίκα μόνη σε καραντίνα. Παίζει σκάκι με αντίπαλο τον Χρόνο και τα αόρατα γίνονται ορατά καθώς εισβάλλει το παρελθόν. Τα πρόσωπα στην παλιά φωτογραφία ζωντανεύουν και ζητούν εξηγήσεις. Στον καθρέφτη η Ρετούς βλέπει τον άλλον της εαυτό. Σπαράγματα ζωής την οδηγούν στην τρύπα όπου έπεσε η Αλίκη για να φτάσει όχι στη Χώρα των Θαυμάτων αλλά στη Χώρα του Χτες, εκεί όπου σκοτεινά μυστικά κρύβονται σε μια κόκκινη γόβα στιλέτο, στις ανίερες ζωγραφιές μιας επαναστάτριας Παναγίας, σε ήχους ονείρων, αινιγματικές φράσεις, ξεχασμένες οσμές και σκόνη απ’ τη Σαχάρα, σ’ έναν «τρυφερό» Οιωνό, κι όλα αυτά υπό το βλέμμα μιας συμμορίας παπαγάλων που αναγγέλλει παλιές καταστροφές… Και τότε ένα μπουκάλι μ’ ένα μήνυμα μέσα του πέφτει εξ ουρανού. Από άγνωστο ναυαγό. Σαν κι αυτήν.
Ένα μυθιστόρημα όπου ο Χρόνος μ’ ένα πινέλο στο χέρι ρετουσάρει, ωραιοποιώντας ή μουντζουρώνοντας, τη Μνήμη.
Τη λένε Ρετούς και κατάγεται από την παιδική ηλικία. Όχι, δεν είναι αυτό το πραγματικό της όνομα. Αυτό είναι το όνομα που της έδωσε ο θείος Τέλης, επειδή έβαζε χρώμα στις αιρετικές Παναγίες που ζωγράφιζε η αδερφή της. Ο θείος Τέλης τής έμαθε να βάζει χρώμα και σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, για να τις ομορφαίνει, να τους δίνει ζωή. Η Ρετούς λοιπόν, μένει στην Κυψέλη, σε ένα δώμα, στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας. >>>
Για να ξεκλειδώσει κανείς τα πολύ σκοτεινά, φανταστικά και υπερρεαλιστικά βιβλία του πολύ καλού συγγραφέα Μιχάλη Φακίνου, πρέπει να βρει τους κώδικες που τα υποστηρίζουν, γιατί διαφορετικά θα χαθεί σε έναν κυκεώνα αφηγηματικό, ο οποίος (όπως ακούω από πολλούς αναγνώστες) είναι πραγματικά δαιδαλώδης. Έχουμε και λέμε, λοιπόν, για το συγκεκριμένο βιβλίο πως κατ’ αρχάς βρισκόμαστε στην περίοδο του εγκλεισμού λόγω κορονοϊού. >>>