Ένας κοινός τόπος θέλει τη γεύση, gusto στα λατινικά, το γούστο λοιπόν, να είναι το όργανο με το οποίο γνωρίζουμε την ομορφιά και απολαμβάνουμε τα ωραία πράγματα. Πίσω από αυτή τη συμφιλιωτική πρόσοψη, o Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben αντίθετα αποκαλύπτει τον κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό χαρακτήρα ενός ρήγματος, που διχάζει αμετάκλητα το υποκείμενο. Στο σταυροδρόμι της αλήθειας και της ομορφιάς, της νόησης και της απόλαυσης, το γούστο εμφανίζεται σαν τη γνώση την οποία το υποκείμενο δεν γνωρίζει και σαν την απόλαυση την οποία δεν απολαμβάνει. Από αυτή τη νέα οπτική γωνία, αισθητική και οικονομία, homo aestheticus και homo economicus φανερώνουν τη μυστική και παράξενη συνενοχή τους. Με το "Γούστο", ο Agamben εμβαθύνει στην ιστορία της φιλοσοφίας, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές της αισθητικής, για να ανακτήσει κριτικά τις ρίζες μιας κεντρικής έννοιας για τον δυτικό πολιτισμό. Ο Agamben είναι ο σπάνιος συγγραφέας του οποίου οι ιδέες και τα έργα έχουν ευρεία απήχηση σε πολλά πεδία, και με το "Γούστο" στρέφει την κριτική του ματιά στο πεδίο της δυτικής τέχνης και αισθητικής. Το δοκίμιο αυτό, που γράφτηκε αρχικά το 1979, ρίχνει φως σε μια βασική κατηγορία του πρόσφατου έργου του, και υπόσχεται να απασχολήσει όχι μόνο τους αναγνώστες των φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών κειμένων του Agamben, όπως και των κειμένων λογοτεχνικής κριτικής του, αλλά και το κοινό των θεωρητικών και ιστορικών της τέχνης.