Ωστόσο, ακόμα και ο όρος νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για Ελληνική Αναγέννηση, δεδομένου μάλιστα ότι, με την αυστηρή έννοια του όρου, είμαστε πιο κοντά και στην ίδια τη δυτική Αναγέννηση. Η επανανακάλυψη των αρχαίων, η αξιοδότηση του λαϊκού πολιτισμού και γλώσσας, η εμμονή στην ουμανιστική παιδεία, και όχι τόσο σε ένα μηχανοκρατικό καρτεσιανό μοντέλο, η σύγκραση γνώσης και πίστης, φύσης και πολιτισμού, η σχετική θρησκευτική ανοχή, ο ρόλος των κληρικών στον εκπαιδευτικό τομέα και βέβαια, πριν απ’ όλα, η αναγέννηση μιας εθνικής ταυτότητας, μαρτυρούν για την εγκυρότητα του παραλληλισμού.
Ο ελληνισμός δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την Αναγέννησή του στην ύστερη βυζαντινή εποχή, κάτω από τα διπλά κτυπήματα Ανατολής και Δύσης, Τούρκων και Φράγκων, και γι’ αυτό, τρεις ή τέσσερις αιώνες αργότερα, θα επιχειρήσει μια πρωτότυπη Αναγέννηση, όπου η τηλεσκοπική προσέγγιση ιστορικών και πολιτισμικών σταδίων θα συνδυάζεται με μια ιδιαίτερη γηγενή παράδοση, θέλοντας έτσι «να πιάσει» το επίπεδο του αναπτυγμένου δυτικού κόσμου «κόβοντας δρόμο», ενώ ταυτοχρόνως θα διατηρούσε την ιδιοπροσωπία του.
Η δε Επανάσταση του ’21 θα επιχειρήσει να συνδυάσει τον σταυρό της ορθοδοξίας, την ελληνική κοινοτική παράδοση και την ανάμνηση του αρχαίου ελληνισμού, με τα κηρύγματα της γαλλικής Επανάστασης σε μια πρωτότυπη σύνθεση.