Σαν άραξε η βάρκα του εκεί κάτω, βγαίνει όξω και τραβάει ίσια κατά τ’ αμπέλι του Γληγόρη του Φυσέκη, πηδάει από τον τοίχο, γεμίζει την ποδιά του σταφύλια, και γυρίζει πίσω, σα να μην είταν εκείνος. Βγαίνοντας, τον τσακώνει ο νοικοκύρης. Αυτός είταν τότες ο παλικαράς του χωριού μας, ένας τρομερός φωνακλάς. Πατάει λοιπόν τις φωνές άμα είδε τον κλέφτη. Ο Κοντάρας γελάει, και κινάει κατά τη βάρκα του. Ο Φυσέκης τρέχει κατόπι του, ακούν τις φωνές κ’ οι γειτόνοι και μαζεύονται ένας ένας τους. Ο Μαρίνος τώρα κάθουνταν αξέννοιαστος μες στη βάρκα κ’ έτρωγε τα σταφύλια με τους συντρόφους του.