«Στάσου εδώ, στο λιθάρι της κρήνης, πάνω από τα νερόχορτα που ανθορροούν την πρώιμη άνοιξη. Ξεδίψασε τον ιερό σου μόχθο στη χάρη της «Κυράς των Αμπελιών», με τη φαντασία σου να μεσουρανεί, λουσμένη τη φαιοπράσινη φρεσκάδα των κυπαρισσιών εκεί ψηλά στη συνεύρεση των ανέμων, για να λευτερωθεί από τα βάρητα σε κάποιο εδεμικό τοπίο του λογγιά.
»Με κρυφές ματιές η σκέψη σου, σαν κλέφτρα των λεμονανθών, ποθεί να γευτεί ανθόμελο μυρωμένο μέσα από των οπωρώνων τη μέθη, μέχρι την ώρα που οι σκαφτιάδες ακουμπήσουν τα χέρια τους κατάκοπα στο βελούδο της νύχτας, γροικώντας το αποπλανητικό τραγούδι του γκιώνη, που επίμονα αποζητά το ερωτικό του εκχύλισμα σε κάποιο λησμονημένο παράδεισο.
»Ψάξε να βρεις στον ύπνο σου του χωματόδρομου τα χνάρια, εκείνο το αθώο ανηφόρισμα του πολυσάνδαλου έρωτα, που χάθηκε στα πρανή των ασπαλάθων, μέχρι να δεις να ακροσμίγει το άλικο νεύμα της σελήνης με της αυγής τη νιόφερτη ώρα κι ο τζίτζικας με το εκκωφαντικό του τέμπο αρχίζει ν’ απονέμει τη μουσική δικαίωση στα σπλάχνα σου.
»Τότε, διάβασε την ομίχλη που λεπτουργεί περίτεχνα το υδάτινο όνειρό σου, χρησμοδοτώντας με ολύμπια υπεροχή πως εκείνα τα παιχνιδίσματα των παιδικών σου χρόνων εξαϋλώθηκαν στο μυθικό σύμπαν ξοπίσω της για πάντα».