Στη δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέη ,η σύσταση και η συγκρότηση της ποιητικής ύλης και του υλικού πάνω στο οποίο εδράζεται, τόσο τα εσωτερικά τοπία, όσο και οι πολύπτυχες και πολύσημες όψεις του κόσμου συνιστούν και προβάλλουν τις κύριες εστίες των αναφορών και των αυτοαναφορών. Το ατομικό και το συλλογικό υποκείμενο συνυπάρχουν και συνομιλούν σε σταθερή βάση, σε παγιωμένη σχέση διαλόγου. Στα ατομικά πάθη και στις προσωπικές προκρίσεις εγκιβωτίζονται τα συλλογικά οράματα και τα κοινωνικά προτάγματα. Το ατομικό τρόπον τινά γίνεται υποδοχέας του συλλογικού και το τελευταίο διαμορφώνει το ανθρώπινο τοπίο. Έτσι, ο Βέης μάς μιλά για τα ανθρώπινα θέτοντάς τα εν κρίση. Τίποτα το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Αναλόγως, η οντολογική διάσταση παραμένει ιδιαίτερα εμφανής και κρίσιμη, δίνοντας συχνά πυκνά τον τόνο στην ποιητική επιφάνεια και στη ρηματική εκφορά. Αξιοποιείται προς τούτο υποδειγματικά, μεταξύ άλλων, η χρήση της παραγωγικής μεταφοράς, της λειτουργικής αμφισημίας, της διακειμενικής παρακαταθήκης, της πολυπολιτισμικής διαπίστευσης και της διαλεκτικής σύζευξης των κατά τα φαινόμενα αντίρροπων πεδίων. Συγκροτείται, έτσι, ένα όλον υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας, με τη μνήμη, τη σκευή και τα υλικά της, να συστήνουν μέσα από την ποιητική πράξη και πρακτική τα συστατικά στοιχεία μιας πραγματικότητας με ύλη ρευστή. Ο Βέης μάς προτείνει στον Καταυλισμό ένα τρόπο να μιλήσουμε, να συζητήσουμε για τον ρευστό κόσμο σε κρίσιμους καιρούς. Από αυτή την άποψη, ο Καταυλισμός, μια «προσωρινή εγκατάσταση» – στιγμή ενός έργου ακόμα εν προόδω, συνιστά και συστήνει και μία τρόπον τινά ποιητική αυτοβιογραφία του ποιητή, που μας προσκαλεί να καταυλιστούμε μαζί του στην αυλή και στον οίκο της ποίησής του και μας δεξιώνεται στα του οίκου του. Το εμφανώς νεωτερικό σονέτο και ο καλώς συγκερασμένος ελεύθερος στίχος, εξάλλου, συμβάλλουν εξίσου στην κειμενική πρόσληψη. Η ηχητική απόλαυση παραμένει ο σταθερός στόχος των στίχων του Γιώργου Βέη σε μία ώριμη στιγμή του.