Το 1880, μία εσωτερική μαθήτρια του Αρσακείου, κλαίγοντας ασταμάτητα, διεκδικεί από το σχολείο να της επιτρέψει να τελειώσει τις σπουδές της. Οικογενειακοί και οικονομικοί λόγοι απειλούν να της στερήσουν αυτή τη δυνατότητα. Μπροστά στην ένταση των συναισθημάτων της, τα μέλη τού διοικητικού συμβουλίου τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας συναινούν στην παραμονή της. Γιατί τόσα κορίτσια εκείνη την εποχή θέλουν να γίνουν δασκάλες; Τί τα κινητοποιεί, ώστε να διαβαίνουν τα όρια του ελληνικού κράτους για να εργαστούν σε χώρους άγνωστους και ανοίκειους, στην Αδριανούπολη, στην Οδησσό, στην Τραπεζούντα, στις Σέρρες; Το βιβλίο ανιχνεύει τις νέες μορφωτικές και επαγγελματικές δυνατότητες για τις γυναίκες στην Ελλάδα, στα τέλη τού 19ου αιώνα και στις αρχές τού 20ού. Παρακολουθεί πώς οι αρσακειάδες δασκάλες συγκροτούνται ως ιστορικά υποκείμενα, τότε που κάποιες από αυτές αναλαμβάνουν να διδάξουν την ελληνική γλώσσα και να εγχαράξουν την ελληνική εθνική συνείδηση στους πληθυσμούς των διαφιλονικούμενων περιοχών τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στηριγμένο σε στοιχεία από δημόσιους φορείς και συλλογικότητες, που έχουν καθορίσει τα εκπαιδευτικά πράγματα στην Ελλάδα και τις ελληνορθόδοξες κοινότητες, εξετάζει τόσο τους λόγους αυτών των φορέων, όσο και τον πρωτοπρόσωπο λόγο των διδασκαλισσών. Παρακολουθεί, με άλλα λόγια, ορισμένες από τις μικρές ιστορίες και τις μεγάλες περιπλανήσεις των κοριτσιών που… θέλουν να γίνουν δασκάλες όταν μεγαλώσουν.