Χώρος ευλογημένος, προικισμένος από το θεό και τη φύση, φέρει έκδηλα τα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας από τα βάθη του χρόνου ως σήμερα. Από τη μυθολογία και τα μινωικά χρόνια, διακρίθηκαν σε κορυφαία επίπεδα ο Λαβύρινθός της, οι πόλεις Φαιστός και Γόρτυνα, με την έπαυλη της Αγίας Τριάδας και τα επίνειά τους τον Κομό, τα Μάταλα, τον Λέντα, τα Πλατιά Περάματα και τους Καλούς Λιμνιώνες. Στα Ρωμαϊκά χρόνια ήκμασε η Γόρτυνα ως πρωτεύουσα Κρήτης και Κυρηναϊκής (Λιβύης) ενώ ο απόστολος των εθνών Παύλος, ίδρυσε εδώ την πρώτη χριστιανική εκκλησία Κρήτης, με πρώτο επίσκοπό της τον Άγιο Τίτο. Στη Βυζαντινή περίοδο η πεδιάδα γέμισε πύργους, μοναστήρια, προσκυνήματα και ησυχαστήρια, ενώ υπήρξε φέουδο της Βυζαντινής οικογένειας των Βλαστών. Η Ενετοκρατία γέμισε το χώρο με Καστέλια και αξιοποίησε τους πύργους, για να εδραιώσει την επικυριαρχία της, να αρπάξει τον πλούτο των προϊόντων της και να επιτύχει τον εκλατινισμό των κατοίκων της. Αντίδοτο στην κατάσταση υπήρξε η ακμή, λειτουργία και ακτινοβο-
λία των Ορθόδοξων μοναστηριών της, Οδηγήτριας με τον Λειβαδιώτη, των Απεζανών, το Βροντήσι, το Βαλσαμόνερο με τα παρεκκλήσια τους. Υπήρξαν εστίες λατρείας, πολιτισμού, πυλώνες συνοχής και κυρίως κέντρα εθνικού προσανατολισμού. Καταλυτική υπήρξε η λειτουργία και συμβολή τους στις δύσκολες περιόδους της Τουρκοκρατίας, ως καταφύγια κατατρεγμένων, παρά το «πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι» αφού ως σταυροπηγιακά μοναστήρια έχαιραν προνομίων από τον σουλτάνο, με το Χάττι Χουμαγιού.