Δεν είχα όνομα, ενδιαίτημα
καρπούς
μια λέξη να με ορίσει
πράγματα γύρω μου
Κι έβλεπα μέσα στη δίνη
άγνωστης παρουσίας
ένα δέντρο μονάχο ιώβειας θλίψης
κι ένα σκοτάδι να δροσίζεται
γύρω του
μια κεκαυμένη ζώνη παράξενης
ψυχρότητας
όπου λιώνουν απ’ τον πάγο φωνές
όπως ακούς δίκαιο να ανοίγει
«Είσαι η γη που πιάνει ρίζες
και πάνω της όλα ιδρύονται»*
ο προπομπός λάμψεων
ανήκουστων
ο φέρων την ελεημοσύνη
στο χείλος
την καρτερία στη σύνθλιψη
ο βλέπων με την αχρωματοψία
του ερέβους
ο ποιητής του ρίγους
στα σκοτεινά σκηνώματα
εκείνος που ξυπνά την ώρα
του ύπνου
και όλα γύρω του ονειρεύονται
Μα
τούτη τη νύχτα
που σφίγγει στα πλευρά σου ο Πηλός
και πάνω τους χαράζει
σαν από αίμα ανθισμένο
μια ευωδία ελπίδας
μου δόθηκε να σε ιδώ
άγαλμα που ζωντανεύει
στ’ όνειρο
και διαβαίνει το κατώφλι
του ύπνου
γυναίκα
Χώρα μου, είσαι