Στο common law η ρήτρα θεωρείται ως συμφωνία του ουσιαστικού δικαίου, η οποία προστατεύεται προληπτικώς με την έκδοση αντιαγωγικής διαταγής και κατασταλτικώς με την αναγνώριση αποζημιωτικής ευθύνης επί παραβιάσεώς της. Από το άλλο μέρος, στο πεδίο των εθνικών δικαιοταξιών της ηπειρωτικής Ευρώπης και στο ενωσιακό δίκαιο, η ρήτρα θεωρείται ως αμιγής συμφωνία του δικονομικού δικαίου, ως δικονομική δηλαδή σύμβαση, η δε αντιαγωγική διαταγή παγίως αποδοκιμάζεται ως ξένο σώμα. Ανακύπτει έτσι το ερώτημα αν η σύλληψη αυτή αναιρεί εκ προοιμίου τη δυνατότητα θεμελιώσεως της εξεταζόμενης υποχρεώσεως για αποζημίωση. Υπό την εκδοχή αυτή, η συχνά απαντώσα μεγάλου ύψους ζημία του αντισυμβατικώς εναχθέντος από την ανάγκη παραστάσεως ενώπιον του αποκλεισθέντος δικαστηρίου για την προβολή της ρήτρας θα αποβαίνει αναποκατάστατη. Η διαπίστωση αυτή επιβάλλει την αυτοτελή δογματική θεμελίωση της ερευνώμενης αποζημιωτικής ευθύνης στο πεδίο του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού και του ενωσιακού δικαίου, η οποία και συνιστά το επίκεντρο της προκείμενης μελέτης.
Το παρόν βιβλίο, εμπλουτισμένο με εκτενή δικαιοσυγκριτικά δεδομένα, αποτελεί αναγκαίο βοήθημα τόσο για τον ερμηνευτή όσο και για τον εφαρμοστή του ημεδαπού, του αλλοδαπού και του ενωσιακού δικαίου.