Πριν γράψω ποιήματα –πολύ παλιά–, είδα κατάματα τον Αυγερινό, ακριβώς εδώ.
Πριν έρθω απ’ τη μεριά του έντεχνου και του σκυφτού, μετέλαβα το άστρο. Θέλω να πω, πριν να λυγίσει μια στιγμή η Ποίηση το «σίδερο της Μοίρας». Πριν να μου γνέψει η άλλη Μύκονος απ’ τα βαθιά του πόντου.
«Ένα παλίμψηστο, με προσχηματικό τίτλο, για την καταστροφή της Μυκόνου, με ποιήματα που γράφτηκαν το καλοκαίρι του ’22 στη Μύκονο, ποιήματα παλαιότερα για τη Μύκονο, καθώς και πέντε κείμενά μου από το Βήμα για όποιον θα ήθελε να δει πώς λειτουργώ με τη γραφή και ποιο είναι το αντίβαρο της ποίησής μου: η πέτρα στο μαγγάνι που διευκολύνει την ανάσυρση του κουβά με το κρυστάλλινο νερό...
Και επειδή σε τίποτα δε με βοήθησε το όπλο των αποστάσεών μου από τα πολιτικά πράγματα –παρά το ότι καθημερινώς συμμετέχω, μια που δεν κατόρθωσα να στρέψω εναντίον μου αυτή την ευκολία της τήρησης των αποστάσεων–, αναδείχθηκα με το επίθετό μου, αφήνοντας το όνομά μου για λίγους αναγνώστες των ποιημάτων μου. Έτσι, για άλλη μια φορά, το ερώτημα ως προς τα βιβλία μου είναι ένα ερώτημα για το πώς εξέρχεται κανείς από το βιβλίο παραπαίοντας, προϋπόθεση συγχρόνως του βιβλίου και του αναγιγνώσκειν. Πώς αλλιώς, παρά μόνο διαβάζοντάς τα ως ξένος…» Γ. Β.