Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ’ ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμόταν πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.
Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.
Ήταν η φτερούγα από τ’ όνειρο του Σέβη, που καρφώθηκε σαν τον σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.
Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια, που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.
Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας, που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.
Ήταν η αναπνοή του Λέου, που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε ν’ αποκοιμηθεί.
Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας, που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.
Ήταν όλ’ αυτά ανακατωμένα.
Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει – και προς τι…
Αμάν αμάν, καρδούλα μου! Ένας σεβντάς είν’ όλα.
Μια σταγόνα δροσιάς, πάνω στο πολύχρωμο κεφάλι της νιογέννητης κάμπιας.
Αμάν αμάν, καρδούλα μου… Ένα σερμπέτι είν’ όλα.
Ένας καημός…
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.