Θυσανωτή γούνα της ξεκοιλιασμένης γης, βεντάλια πόθου, ορμή χυμού, ναι, είναι ο τροχός ενός βαριού φύλλου μες στον αέρα με γεύση φρούτων.
Ρώτησε το μη μου άπτου, αυτό αποκρίνεται όχι αλλά κόκκινο στην καρδιά της κολπικής σκιάς βασιλεύει το σαρκώδες λουλούδι της κάννας - το αίμα έπηξε στο λαμπρό λουλούδι. Σπερματική λάβα σ’ έθρεφε πλάθοντας το κοινότοπο γυαλί, το χέρι της φωτιάς το ιρίδιζε με θανατερό σεντέφι. Το μεγάλο χέρι χαϊδεύει τον μαστό του λόφου, εξόν κι αν είναι τα καπούλια σου, Αφροδίτη, από ανθρακίτη, ερεθίζει τη χαίτη των φοινίκων, ανασηκώνει το φτερό των φυλλωμάτων και γλιστρά κάτω απ’ την ερωτική προβιά της απέραντης Σύλβης.