Οι πολλαπλές μεταβολές που επήλθαν το τελευταίο διάστημα σε αρκετές από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ρυθμίζουν την πραγματογνωμοσύνη δημιούργησαν ζητήματα με θεωρητικό, αλλά και πρακτικό ενδιαφέρον. Στο παρόν έργο προσεγγίζονται δογματικά και πρακτικά θέματα που ανακύπτουν στο πεδίο της απόδειξης και απασχολούν συχνά τον δικαστή και τον δικηγόρο της πράξης.
Ειδικότερα, η μονογραφία διαιρείται σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται η έννοια της απόδειξης στην ποινική διαδικασία και η αρχή της ηθικής απόδειξης και ακολουθεί η προσέγγιση της απόδειξης υπό το πρίσμα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Αντικείμενο του δευτέρου κεφαλαίου αποτελεί η δογματική θεμελίωση της πραγματογνωμοσύνης και η ανάλυση των βασικών χαρακτηριστικών της, καθώς επίσης και η προσέγγισή της υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Στο τρίτο κεφάλαιο προσεγγίζονται οι εγγυήσεις αμεροληψίας των πραγματογνωμόνων και αναλύονται τα δικαιώματα των διαδίκων και του εισαγγελέα που συμβάλλουν στη διασφάλιση του ελέγχου του έργου των πραγματογνωμόνων. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύονται οι ειδικές περιπτώσεις πραγματογνωμοσύνης που απασχολούν συχνά τη δικαστηριακή πρακτική. Στο πέμπτο κεφάλαιο προσεγγίζεται η πραγματογνωμοσύνη υπό το πρίσμα του αναιρετικού ελέγχου και αναλύονται οι περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται κανονιστικά ως υποχρεωτική η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Στο έκτο κεφάλαιο διατυπώνονται τα συμπεράσματα και πραγματοποιούνται ορισμένες προτάσεις.
Το έργο έχει στόχο να καλύψει συνολικά τα κρίσιμα ζητήματα που ανακύπτουν τόσο κατά τη διεξαγωγή, όσο και κατά την αξιολόγηση της πραγματογνωμοσύνης. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να δώσει αφορμή για επιστημονικό διάλογο και να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο για τον ερμηνευτή και για τον εφαρμοστή του δικαίου.