Καθημερινώς και αξημέρωτα ζητώ την άδεια από την αγελάδα της έμπνευσης ν’ αρμέξω λέξεις.
Μου το επιτρέπει σπάνια και μόνο εφόσον έχει αφεθεί νωρίτερα να βοσκήσει στα λιβάδια των εμπειριών.
Κατόπιν παίρνω προσεκτικά την καρδάρα πριν την κλοτσήσει το ζωντανό και χυθούν οι λέξεις μπερδεμένες στις σελίδες.
Δεν θα το άντεχα με τίποτα να με χρεώσουν στους σουρεαλιστές ενώ ανήκω στους λυρικούς της κοινωνικής ποίησης και, πιο συγκεκριμένα, στους ποιητές της ήττας.
Στη συνέχεια μουντζώνομαι διπάλαμα εκφράζοντας το «ώρσε, σαρδανάπαλε, που θες ν’ ασχοληθείς και με την ποίηση», κι αφού παίρνω την τσάπα μου, ξεκινώ να σπάζω μπλάνες και κουμούλια καβγαδίζοντας δυνατά με χώματα και χόρτα.
Κάθε λίγο και λιγάκι ανοίγω λάκκους βαθιούς και θάβω ελπίδες, προσδοκίες και λοιπά δολώματα επίτευξης ανούσιων επιτυχιών.
Βάζω και πέτρες από πάνω μην τυχόν και δω την άνοιξη να φυτρώνουν τίποτα ιδέες και στόχοι, καλέσματα παλιών παθών.
Εδώ στη γούβα του βουνού θα μείνω προσπαθώντας να καταλάβω γιατί είναι οι σφήκες μονίμως θυμωμένες.
Αυτά, merci και ένα au revoir αφήνω εκτεθειμένο στο κρύο του χειμώνα. Αν επιβιώσει, έχει καλώς.