Οι λέξεις ποτίστηκαν μ’ αίμα, κυλήσαν σαν το δάκρυ από την ψυχή και βρήκαν απάγκιο στη γραφή για ν’ αγκυροβολήσουν στο λιμάνι της μοναξιάς. Μιας μοναξιάς εσωτερικής που βρίσκεται στους βάλτους του «εγώ», αποζητά την ελπίδα να συνταξιδέψει μαζί της... Η μοναξιά μου, άνθρωπε, δε φοβάται κανέναν, δεν έχει κάτι να χάσει, δεν έχει κάτι να ντρέπεται...
Η μοναξιά μου, άνθρωπε, σηκώνει παλίρροιες, κύματα, υδροστρόβιλους και ξεχύνεται σαν καταρράκτης σε καθάρια νερά...
Δεν αποζητά κανέναν, δεν ψάχνει κάποιον να κουμπώσει, δεν κάνει χατίρια για να βρει συνοδηγό έχει μονάχα εμένα...
Η μοναξιά μου είναι μια θαλασσοταραχή που ξεσηκώνει θύελλες στο διάβα της...
Έλα μαζί μου σ’ ένα ταξίδι που κρύβει μέσα του την κάθαρση, σ’ ένα ταξίδι που κρύβει μέσα του την πάλη και τη ζωή, σ’ ένα ταξίδι στις θάλασσες της ψυχής...
Έλα... Πιάσε το χέρι μου, εσύ, ναι εσύ, αφουγκράσου τον άνεμο, κοίτα το ηλιοβασίλεμα, το καραβάκι που περνά μέσα στην αντάρα, δε διστάζει, απλά προχωρά, με το κεφάλι ψηλά, αγέρωχο και μόνο…
Έλα… Το ταξίδι της ζωής ξεκίνησε! Ακούς τους γλάρους πώς πετάνε; Βλέπεις τα κύματα που αφρίζουν; Το ταξίδι σε καλεί σ’ άγνωστες θάλασσες και πελάγη, σε μακρινούς ορίζοντες με γαλάζιους ουρανούς μα και γκρίζους καμιά φορά (εκεί είναι που έρχεται κι αγκαλιάζει ο ήλιος ακόμα πιο φωτεινός τη γη)… Εκεί είναι το ταξίδι της ζωής… Άγνωστο και μοναχικό να σε ξεσηκώσει, να σ’ εκπλήξει, άνθρωπε… Μη φοβάσαι… Η παλίρροια θα κοπάσει κι η θάλασσα, πάλι, θα γαληνέψει…
Έλα...