Τι σχέση μπορεί να έχει ένας οίκος ευγηρίας με τους Doors,
ένα ρόλερ κόστερ και το θερινό ηλιοστάσιο;
Μια Καρυάτιδα που το έσκασε από το βρετανικό μουσείο και περιπλανιέται στα σοκάκια της Πλάκας με ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι, με μια χοντρή Γερμανίδα
γκαρσόνα που ζει στη Νέα Υόρκη;
Τι σχέση μπορεί να έχει το μπαρ που έκανε κονσομασιόν η Άντζη με το μπαρ που προμηθευόταν τη δόση του ο Σάμης και ένα περιθωριακό καφέ στη Νέα Υόρκη;
Ένας ουρανοξύστης με ογδόντα ορόφους, με δυο μοτοσυκλέτες που τρέχουν σαν τρελές μέσα στο βαρέλι του γύρου του θανάτου;
Τι σχέση μπορεί να έχει η ποίηση με τη νουβέλα και τα τέσσερα διηγήματα που υπάρχουν στις σελίδες του βιβλίου που κρατάς τώρα στα χέρια σου;
Και όμως έχουν γιατί με αυτό το βιβλίο ο συγγραφέας σε μια από τις πιο ώριμες συγγραφικές του στιγμές προσπάθησε να παντρέψει την ποίηση με τον πεζό λόγο.
Μια ιδέα.
Ένα θέμα.
Ίδιος τίτλος.
Όμως δυο
τρόποι έκφρασης.
Ένα μουσικοποιητικό παιγνίδι που ξεκίνησε τα βράδια στα χρόνια της πανδημίας, σκαρώνοντας στίχους πάνω στα τραγούδια που άκουγε στο YouTube και ακόμα δεν έχει τελειώσει…