ΧΕΛΜΕΡ: Αχ, σκέφτεσαι και μιλάς σαν άμυαλο παιδάκι…
ΝΟΡΑ: Ίσως. Αλλ᾽ εσύ ούτε σκέφτεσαι, ούτε μιλάς σαν τον άντρα που θάθελα νάμαι πλάι του. Μόλις πέρασε ὁ πανικός σου –όχι γι᾽ αυτό που απειλούσε εμένα, αλλά για κείνο που θα πλάκωνε πάνω σε σένα-, κι όταν όλοι οι κίνδυνοι εξαφανίστηκαν, τότε άρχισες πάλι να μου φέρεσαι λες και δε συνέβη τίποτα – ούτε γάτα, ούτε ζημιά!
Ξαφνικά, ως δια μαγείας έγινα ξανά η μικρή σου γαλιάντρα, η κούκλα σου, που θα την κράταγες στα χέρια σου με χίλιες προφυλάξεις, μη σου πάθη τίποτα και σπάση! (Σηκώνεται πάνω.) Τόρβαλντ, τώρα συνειδητοποιώ πως οχτώ χρόνια ζούσα μ᾽ έναν ξένο, και πως έκανα μαζί του τρία παιδιά – – Τρελλαίνομαι! Σκίζω τις σάρκες μου χίλια κομμάτια…
[Από την εκρηκτική κορύφωση στο τέλος του έργου, με τη Νόρα να σπάη τις αλυσίδες του Γάμου…]