Ποιος θα μπορούσε να σκεφθεί μια άλλη ανθρωπότη
χωρίς το αίμα το πικρό που χύνεται μακάβρια
στ’ άγρια τελεστήρια των ανθρωποσφαγών
χωρίς τον πόνο, τον τριγμό υπάρξεων που κλαίνε
κι ανεμοδέρνονται σκληρά στον τάραχο του χρόνου
χωρίς τους τραγικούς σπασμούς –συνειδήσεων φρίκη
που αφηγούνται σιωπηλά το δράμα των ψυχών;
Δεν είν’ οι παραισθήσεις μας οδηγός των ψυχών μας
ούτε το ψεύδος το τρανό που ριπίζει βροτούς
δεν είν’ οι τρανές ιαχές ψευδοαισιοδοξίας
που ροκανίζουν άγρια το ψεύδος των ψυχών.
Είναι όντως κάτι πιο βαθύ και διαυγές συνάμα
άγνωστο μες τις άξενες πομπές της ιστορίας
η αγλαότης των ψυχών, τα πρωτινά τα δώρα
το άχραντο βασίλειο μιας θείας παιδικότης
που περιλούζεται λαμπρά από τη φαεινότη
του άσπιλου, του άχρονου παρθενικού εγώ.