Το βιβλίο αυτό της Τζούντιθ Μπάτλερ δείχνει πώς μια ηθική της μη βίας πρέπει να συνδέεται με μια ευρύτερη πολιτική πάλη για την κοινωνική ισότητα. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η μη βία παρανοείται συχνά ως μια παθητική πρακτική που πηγάζει από μια φιλήσυχη περιοχή της ψυχής, ή ως μια ατομικιστική ηθική σχέση με υπάρχουσες μορφές εξουσίας.
Στην πραγματικότητα όμως, η μη βία είναι μια ηθική θέση που εμπλέκεται βαθιά στο πολιτικό πεδίο. Μια επιθετική μορφή μη βίας δέχεται ότι η εχθρότητα είναι κομμάτι της ψυχικής μας συγκρότησης, αλλά αναγνωρίζει την αμφισημία ως τρόπο ελέγχου της μετατροπής της επιθετικότητας σε βία. Κάθε σύγχρονη πρόκληση για μια πολιτική της μη βίας υποδεικνύει ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με το τι μετρά ως βία και ως μη βία. Η διάκριση μεταξύ των δύο μπορεί ωστόσο να επιστρατεύεται για να επικυρωθεί το κρατικό μονοπώλιο στη βία.
Η θεώρηση της μη βίας ως ηθικού προβλήματος στο πλαίσιο μιας πολιτικής φιλοσοφίας απαιτεί μια κριτική του ατομικισμού, όπως και μια κατανόηση των ψυχοσωματικών διαστάσεων της βίας. Η Μπάτλερ αντλεί από τον Φουκώ, τον Φανόν, τον Φρόυντ και τον Μπένγιαμιν για να δείξει πώς η απαγόρευση της βίας δεν κατορθώνει να συμπεριλάβει ζωές που θεωρούνται μη πενθήσιμες. Εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους «φυλετικές φαντασιώσεις» υπεισέρχονται σε δικαιολογήσεις της κρατικής και διοικητικής βίας, η Μπάτλερ δείχνει πώς η βία αποδίδεται συχνά σε όσες και όσους εκτίθενται περισσότερο στις θανάσιμες επιπτώσεις της.