Η ζωή του Γιώργου Μπακαλιού, Κοινωνικού Λειτουργού για τους Έλληνες μετανάστες στο Δυτικό Βερολίνο, θα αλλάξει δραματικά από εκείνη την Παρασκευή 15 Μαΐου του 1970, όταν ενώ βάδιζε αμέριμνος στους δρόμους του Ανατολικού Βερολίνου, τον απήγαγαν, με γκανγκστερικό τρόπο, τρεις άγνωστοί του άντρες, οι οποίοι επέβαιναν σε αυτοκίνητο με συμβατικές πινακίδες κυκλοφορίας.
Ήταν, όπως θα αποδειχθεί σύντομα, αστυνομικοί της ΣΤΑΖΙ και τον οδήγησαν στα κρατητήρια της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας του καθεστώτος Χόνεκερ, απ’ όπου θα βγει ύστερα από έξι χρόνια και έντεκα ημέρες. Στις φυλακές της ΣΤΑΖΙ ο Μπακαλιός υποβλήθηκε σε σωματικά και, κυρίως, ψυχολογικά βασανιστήρια για να ομολογήσει ότι εργαζόταν για τις «ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες της Δύσης». Και έφτασε στα πρόθυρα της τρέλας. Σαν από θαύμα άντεξε και όταν το κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρευσε έψαξε στα αρχεία της ΣΤΑΖΙ και βρήκε τον φάκελό του που αριθμούσε 11.000 σελίδες!
Τον είχαν συκοφαντήσει (δώσει) κάποιοι Έλληνες μετανάστες, συμπαθούντες το ανατολικογερμανικό καθεστώς, ως πράκτορα της ΚΥΠ, που εργαζόταν για την υπονόμευση του «σοσιαλισμού». Έφριξε με όσα διάβασε. Και ακόμα χειρότερα: γιατί ήταν συμπατριώτες του, τους οποίους είχε βοηθήσει, εκείνοι που τροφοδότησαν τη διαβολική «μηχανή» της ΣΤΑΖΙ… Μέχρι και στο σπίτι του στον… Σοχό Θεσσαλονίκης, είχε στείλει ανθρώπους της και ερεύνησαν κρυφά η ΣΤΑΖΙ για να συγκεντρώσει «ενοχοποιητικά» στοιχεία γύρω από τη ζωή του.
Όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, ο Μπακαλιός βρέθηκε με μια βαριοπούλα στα χέρια να βαράει με μανία το μπετόν. «...Αισθανόμουν πως σε κάθε χτύπημα έμπηζα και ένα καρφί στο φέρετρο ενός βάρβαρου συστήματος που μου κατέστρεψε τη ζωή και τώρα κειτόταν νεκρό μπροστά μου. Ήταν η εκδίκησή μου...», αφηγείται σ’ αυτό το συναρπαστικό βιβλίο στο οποίο περιγράφει το μαρτύριό του.