Η Αλίκη όταν είδε τον βράχο ενώ κρεμόταν
σύννεφο μαύρο στον ουρανό,
ήδη στη χώρα των παραμυθιών βρισκόταν.
Στη γη είχε ομίχλη
ένα θαμπό, γκρίζο φως.
Θα ενέσκηπτε κακοκαιρία.
Για θεομηνία οι μετεωρολόγοι μιλούσαν.
Στις εκκλησίες άναβαν κεριά,
τεράστια κύματα εμφανίστηκαν στις θάλασσες,
τα ψάρια κρύφτηκαν.
Μη φοβάστε, είπε η Αλίκη στον βυθό
κι άνοιξε τη μαύρη γι’ αντιπερισπασμό ομπρέλα.
Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει.
Τα παιδιά θα συνεχίσουν να πεινάνε
οι άνθρωποι να χάνουν τις πατρίδες τους.
Ο Μαρτσέλο θα κλέβει
στο ταχυδρομείο όπως πάντα
κι οι σκύλοι θα γαβγίζουν λυπημένα τα μεσάνυχτα.
Με πύρινα χρώματα θα καίγεται το δειλινό,
η κυδωνόπαστα θα ’ναι και πάλι νόστιμη.
Ζευγάρια θα φιλιούνται παθιασμένα στα στενά.
Στη Νέα Υόρκη θα βρέχει ποιήματα.