ΟΙ ΕΞΟΡΥΣΤΟΙ
Γυρνούσανε σαν τα σκυλιά έξω από τον Παράδεισο και αλυχτούσαν αγριεμένοι πού και πού γύριζε ο ένας και δάγκωνε τον άλλον μανιασμένα. Η λύσσα αυξανόταν σε ευθεία αναλογία με την απελπισία τους. Από μέσα κανείς δεν ήρθε να τους ανοίξει την πόρτα.