Η βιβλική θεώρηση συνδέει άρρηκτα την ευσέβεια και την αμαρτία με την υγεία και την απώλειά της αντίστοιχα. Τούτο διαφαίνεται καθαρά στο βιβλίο του Δευτερονομίου, όπου και το θεολογικό υπόβαθρο για τη διατήρηση της υγείας και για την πρόκληση της ασθένειας. Όμως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: εάν ο Θεός είναι η απαρχή της ζωής και της υγείας, τότε ποια να είναι η ρίζα και η πρωτοπηγή της ασθένειας; Με άλλα λόγια, μοιάζει δελεαστική η επιστροφή στο παλαιό ερώτημα: Unde mallum? Από πού το κακό; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως, όπου ο προαιώνιος Εχθρός εισβάλλει στη ζωή των πρωτοπλάστων και ωθεί στη διάρρηξη της κοινωνίας τους με τον Δημιουργό. Είναι αυτή η τελευταία που αποτελεί αληθινό δένδρο ζωής για το πρωταρχικό ζεύγος. […] Δεν είναι τυχαίο πως ο Ιησούς Χριστός έρχεται στα χνάρια μεγάλων προφητών του παρελθόντος, οι οποίοι ήταν και θεραπευτές, όπως ο Ηλίας και ο Ελισαίος. Ούτε, πάλι, αποτελεί σύμπτωση ότι και οι μαθητές του αναλαμβάνουν ρόλο θεραπευτή, μιμούμενοι τον Δάσκαλό τους. Βλέποντας συνολικά το έργο του Γαλιλαίου «Υιού του Ανθρώπου», το Πάθος και τη θαυμαστή του Ανάσταση, αυτό που γίνεται άμεσα ορατό είναι πως με τη θυσία του ήλθε η άρση της ασθένειας και του πόνου ως προϊόντα της πρωταρχικής αστοχίας και της διαβρωτικής επιρροής του Πονηρού. Κάνοντας έξωση στον Εχθρό διά των εξορκισμών, οι οποίοι καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της δημόσιας δράσης του, ο Ιησούς δημιουργεί έναν φωτεινό τόπο στις καρδιές των ανθρώπων.