Εν αρχή…
Μη-τόπος. Ένας αχανής, αδιανόητος μη-τόπος. Σκοτάδι. Κανένα περίγραμμα, κανένα σημάδι. Τίποτα.
Κι ο χρόνος; Πώς να υπάρξει ο χρόνος στο σκοτάδι; Κανένα μέλλον, κανένα παρελθόν. Και το παρόν, αβίωτο. Απόν. Τίποτα που να ρίχνει μια σκιά ιστορίας στο, παρ’ όλα αυτά, τοπίο.
Δεν ήξερε πως ήταν, πως ήθελε, πως αισθανόταν. Δεν ήξερε επίσης πώς ήταν, πώς ήθελε, πώς αισθανόταν.
Ούτε αντιλαμβανόταν αν υπήρχαν ή όχι άλλοι εκεί. Κι έτσι δεν ήταν δυνατόν να αγωνιά μήπως κάποιος είναι, πλησιάσει ή αποχωρήσει. Κι ούτε γινόταν να ακυρωθεί, διότι ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος είχε επίγνωση ότι ήταν.
Αν μπορούσε, θα δήλωνε με κάποιον τρόπο ότι σαν να μην είχε βάρος, σαν να έπλεε μέσα σε μια θάλασσα υλικών, δυνατοτήτων και προθέσεων, χωρίς προσδοκίες.
Μόνο ένα σκίρτημα που θα μπορούσε να προέρχεται κι από μέσα του, αν και δεν ήξερε να ξεχωρίσει το μέσα από το έξω. Ένας παλμός. Κάτι ρυθμικό, κάτι που δεν μπορούσε, ασφαλώς, να προσδιορίσει, αλλά που ήταν εκεί, αντιληπτό μέσω αυτού που δεν ήταν ακόμα που δεν ήξερε ακόμα που δεν αισθανόταν ακόμα.