Η μοίρα, το ανθρώπινο πεπρωμένο, τίθεται υπό το φως της σκιάς μιας άλλης Ελλάδας στο εξαίσιο έργο «Ακοίμητες Πολιτείες και Περιηγήσεις του τυφλού πατέρα μου».
Η Σολωμική ελευθερία, σύμβολο νοσταλγίας και αντροσύνης μιας άλλης εποχής υφολογικά κατακλύζει το κείμενο, ως ακοίμητος φρουρός του νεώτερου έθνους. Μια πατρίδα, ίδια «ανθισμένη αμυγδαλιά» όπως την προεικονίζει ο συγγραφέας μας Βασίλης Παππάς. Μια πατρίδα γιομάτη «αλκυονίδες ημέρες». Αυτές αναπολεί ο ποιητής στη Γη του Ιπποκράτη, όπου τα άστρα ανήκουν στον κόσμο όλο καθώς «ντύνονται τη διάμετρο και την έκλειψη του ήλιου». Με άρρηκτη συνάφεια ο ποιητής Βασίλης Παππάς μας οδηγεί ανάμεσα στις σπουδαίες ελληνικές προσωπικότητες, ορμώμενος από της ψυχής του τα κελάρια, όπου βρίθουν από περηφάνια και νοσταλγία για τις ακοίμητες πολιτείες του τυφλού πατέρα μας, Oμήρου.
Μέσα από μια υπέροχη σμίλευση της αρχαιοελληνικής μυθολογίας και των επιτευγμάτων της κλασσικής αρχαιότητας, σαν σύγχρονος λιθοξόος, ο Βασίλης Παππάς μας εισάγει ουμανιστικά στη δική του φιλοσοφική κοσμοθεωρία, λέγοντας: «Κανένας από αυτούς τους θνητούς ήρωες δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από ό,τι είδαν στο βασίλειο των νεκρών. Όσο ζούμε εμείς, αυτά θα ρέουν στο κορμί μας». Στην «Ακτίνα φωτός του Αρχιμήδη» μας θυμίζει ότι «πάντα για εμάς θα υπάρχει ένα σταθερό σημείο κατά μήκος μιας γραμμής». Ο ποιητής αναφέρεται στον σπουδαίο μαθηματικό και εφευρέτη της αρχής του μοχλού, Αρχιμήδη, για να διαπιστώσει, κόντρα στους νόμους της φυσικής, ότι «τον νόμο του μοχλού δεν του τον έμαθε κανείς».
Στη «Γη του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ο ποιητής Βασίλης Παππάς αναριγά με τη μυρωδιά της ευλογημένης ελιάς, που ξεπερνά τις «στεριές του τόπου του». Αναπυρώνει, συγκινείται, οραματίζεται μιαν άλλη Ελλάδα, που «ανοίγει πανιά στα καΐκια των ψαράδων» για να φτάσει σαν στρατηλάτης του Μεγάλου Οραματιστή στην άλλη άκρη της Οικουμένης και να θαυμάσει «πιο πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα», τον Ήλιο της Ελλάδας στα μάτια του κόσμου. «Έβλεπε ο Δίας και γελούσε μαζί μας. Για κεράκι είχαμε μια φλεβίτσα τ’ ουρανού. Εκεί κρύβαμε τον ήλιο μας».
Λίγο μετά, κάνει μια στάση στην «αρχαία ξύλινη γέφυρα», όπου συναντά τους προγόνους της ηπειρωτικής γης του. Δεν θα μπορούσε να μην προσκυνήσει τα ιερά χώματα, «εκεί που ο Πολύβιος χάνει τα βήματά του. Εκεί θα με βρείτε και μένα» με άκρατο συναισθηματισμό γράφει. Η γλώσσα η ελληνική, η αρχαία ελληνική γλώσσα που κατέκτησε τα πέρατα του κόσμου, είναι κατάκτηση των προγόνων μας, και δη του Μέγα Αλεξάνδρου, όπως ανάγλυφα ποιητικά αποδίδει: «Το μοναδικό όργανο που μας έχει απομείνει είναι η γλώσσα. Αυτή η γλώσσα μας ανήκει. Τα συναισθήματα που δε σταματούν κάπου, δε συμμαζεύονται. Σπαταλάνε τον εαυτό τους». Ο Βασίλης Παππάς εγκιβωτίζει μέσα στην ποίησή του τον βαθιά θεολογικό άνθρωπο που ανιχνεύει πυρσούς και θάβει σκοτάδια, χρησιμοποιώντας τον εξάντα της κληρονομιάς.
Στον «Περικλή» δεν θα μπορούσε να μην αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, καθώς εκείνος υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος του χρυσού αιώνα, υπεύθυνος της «Αθηναϊκής Ηγεμονίας» και της λογοτεχνικής-πολιτιστικής ανάπτυξης. Σε αυτόν, τον πρώτο πολίτη των Αθηνών, αναφέρεται ο Βασίλης Παππάς για να μας θυμίσει ότι φέρουμε βαριά κληρονομιά και οφείλουμε να στηρίξουμε με πάθος και υπερηφάνεια το ιερό χρέος μας της διατήρησης του αρχαιοελληνικού ιδεώδους της αρετής. Να μας θυμίσει ότι πρέπει να σεβόμαστε τους «Επιτάφιους». Το παράπονο ξεχειλίζει απ’ τα χείλη του ποιητή όταν γράφει: «Δεν μπορεί να ανασαίνει ο Περικλής σε αυτήν εδώ τη μικρή πλατεία. Ανάβει τσιγάρο. Μέσα από το άγαλμα, βλέπει και μας μαλώνει ακόμα».
Η νοσταλγία, σαν πατημένη μαργαρίτα, ενός λάθος Απρίλη, πάντα μας επιστρέφει στην κανονικότητα της σύγχρονης εποχής. Αντάμα, παρόν και παρελθόν, φεγγάρι και ήλιος, συναποτελούν την ενότητα της άφθαρτης Ελλάδας, αυτής που ονειρεύεται και αυτής που παρήλθε. «Εκεί που τα ματωμένα χώματα σέρνουν μαζί τους και εμάς». Γιατί «σε κανέναν δεν υπακούει αυτός ο ήλιος. Ό,τι θέλει κάνει τον φωτισμένο ουρανό μας». Όμως, εμείς πρέπει πάντα να είμαστε σε εγρήγορση «για να φυλάμε τα στενά της Σαλαμίνας». Πάντα θα υπάρχει ένας Ξέρξης που θα καταδιώκει τα βράδια μας. «Σαν παλαβομάρα και αμετροέπεια της σοφίας και της τρέλας».
Ο ερωτισμός, πάντα διάχυτος, κατακλύζει με ευλάβεια σύσσωμο το έργο του. Πάντα ανάμεσα στις λέξεις φωλιάζει εκείνη η μοιραία, η πανάρχαια Ομηρική-Πινδαρική Ελλάδα. «Εσύ, όλο έρχεσαι και φεύγεις. Φεγγάρι που σε κυκλώνω και αλλοιώνομαι. Σαν πρόκα μπηγμένη όλη στο ξύλο».
Κλείνοντας, ο συγγραφέας, σαν υστερόγραφο, αναφέρεται στον αγαπημένο του Όμηρο που κληροδότησε σε εμάς όλη την περηφάνια του να λεγόμαστε Έλληνες: «Όσες φορές ο τυφλός πατέρας μας μιλούσε για τον Θεμιστοκλή, μεγάλωνε ο ουρανός μας».