Περνούσα τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες καθισμένος στο φάρο ν' ατενίζω τη θάλασσα, μολυβένια κι απειλητική, με τα κύματα να τσακίζονται στα βράχια και να μαστιγώνουν τοίχο και παράθυρο. Ασφαλισμένος μέσα στο κτίσμα, άκουγα τα κύματα να χτυπάνε στα μαύρα γλιστερά βράχια και έβλεπα νοερά τους αφρούς να τινάζονται ψηλά και να γλύφουν το πέτρινο τοίχωμα με ζήλο, προσπαθώντας να το διαβρώσουν σιγά-σιγά και να το πάρουν μαζί τους στα βάθη της θάλασσας.
Στις αναμνήσεις μου, υπάρχει πάντα η θάλασσα και η φυγή από τη μοίρα.
Έπρεπε να φεύγω από τους άλλους, μα πάντα με ακολουθούσε η θάλασσα.
Προσπαθώντας να ξεφύγω από μένα, συμβιβάστηκα, ζώντας τώρα δίπλα της.
Ένα μυθιστόρημα με δυνατή πλοκή και πολλές ανατροπές.