Ανοιγοκλείνω τα μάτια ή δεν τα ανοιγοκλείνω; Νιώθω σίγουρα μια σύσπαση στο μάτι, ένα 'τικ' χτυπάει επαναλαμβανόμενα στο βλέφαρο. Στο αριστερό μάτι, και ίσως είναι απλή διαταραχή του κυκλοφορικού. Πιθανώς ασήμαντη διαταραχή.
Πιθανώς όχι ακριβώς ανεξήγητο ανοιγοκλείσιμο. Είμαι ακόμη σε κακή κατάσταση, είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος, σε απόγνωση, νεκρός. Ξυπνάω; Γιατί; Είμαι τέτοιο ράκος που πρέπει αμέσως να ξανακοιμηθώ να μη βλέπω καθόλου γύρω μου. Με απασχολούσε άραγε κάτι προχθές; Πριν απ’ όλα αυτά είχα ζωή; Πριν συμβεί ό,τι συνέβη, γινόταν κάτι που αξίζει να θυμηθώ; Περιμένω κάτι από το παρελθόν; Περιμένω δηλαδή να θυμηθώ κάτι που ξεχνάω;
Έχω παρελθόν; Πού χάθηκε ό,τι γινόταν πριν; Και μήπως λίγο πριν, θυμόμουν κάτι για πιο πριν; Μήπως κι από πριν δεν είχα ξεχάσει το πριν, αν υπήρχε κάτι εκεί; Τώρα ξυπνάω από λήθαργο. Κι όμως δεν μπορώ να βγω ακριβώς έξω από το λήθαργο, δεν θυμάμαι τι ήταν πριν από αυτόν, δεν θυμάμαι την αρχή του, μήπως δεν είναι λήθαργος λοιπόν αλλά κανονική κατάσταση'.
Ένας άνθρωπος απέναντι στα αντικείμενα, απέναντι σε μια βιτρίνα που περιέχει έναν νεκρό και μία τσάντα, απέναντι στον διευθυντή του, απέναντι στην έρευνα για το φόνο, απέναντι στον πολτό των πραγμάτων. Ο Αντονάς, χρησιμοποιώντας μια στοχαστική λογοτεχνική γλώσσα, η ένταση της οποίας αυξάνεται διαρκώς, παραδίδει ένα αλλόκοτα επίκαιρο μυθιστόρημα.