Η Νανά δεν ήταν μια συνηθισμένη εταίρα. Ξεπετάχτηκε σαν τη χρυσόμυγα μεσ’ από την κοπριά· κι από το πεζοδρόμιο έφτασε στο μέγαρο όπου καταβρόχθιζε τις περιουσίες των 'κυριών' και των αριστοκρατών 'σαν σοκολατάκια στα χιονάτα της γόνατα'. Ψηλή, παχουλή, με ξανθοκόκκινη χαίτη, κυκλοφορούσε σαν βασίλισσα με δαντέλες και μπριγιάν στην παρισινή κοινωνία της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, με μόνη της ηδονή το μάζεμα του πλούτου. Προσφερόταν σ’ όποιον και να ‘ταν κι όπου να’ ταν. (...) Νανά! Τ’ όνομά της εδώ κι εκατόν είκοσι χρόνια θυμίζει τον αγοραίο έρωτα και την ηδονή, όταν συνοδεύεται από τ’ όνομα του μεγάλου της συγγραφέα: του Ζολά!
Κάθε σύγχρονη μητρόπολη είναι στη βάση της ένας υπερμεγέθης μηχανισμός, μια πολυδαίδαλη οντότητα, θαρρείς αυτοτελής, η οποία παραπέμπει στις κατασκευές με γρανάζια που λειτουργούν ερήμην του δημιουργού τους, βγαλμένη από δυστοπική ταινία. Η οριοθετημένη επικράτειά της συστεγάζει το έμψυχο και το άψυχο, τα οποία στην αμιγώς καλλιτεχνική σφαίρα αλληλοπεριχωρούνται με τέτοιο τρόπο που η αυτονομία τους αναιρείται και το ένα διαχέεται στο άλλο με εντυπωσιακά αποτελέσματα. >>>