[...] «Τις σοκολάτες, τα μπισκότα, τα σαπούνια, ό,τι φαγώσιμο έχουμε τώρα θα τα μαζέψουμε για τα παιδιά της γειτονιάς. Ακόμα και τσιγάρα για τους γέρους». Κάθε μήνα οι Άγγλοι μας έδιναν ένα πακέτο σοκολάτες και ένα κουτί μπισκότα. Ο Καπετάνιος συνέχισε:
«Από αυτά φάγατε, φτάνει!». Άνοιξε την αποθήκη. Έφερε ένα σχολείο. Παιδάκια, με καλαμένια πόδια, κατακίτρινα. Τα μοιράσαμε όλα, άδειασε η αποθήκη. Τρόφιμα, κονσέρβες, σαπούνια. Κλαίγαμε όλοι, καθώς πέρναγαν τα παιδάκια και προσπαθούσαν να μας φιλήσουν το χέρι.
«Ευχαριστώ», «Ευχαριστώ», ακούγονταν από τους μικρούς αγγέλους, χτύπαγε σαν μαχαιριά μέσα μας. Αυτό ήταν ο πραγματικός πόλεμος, για τη ζωή. Ένα παιδί, με τη βοήθεια δασκάλου, προσπαθούσε να πλησιάσει στο φαγητό ενώ έτρεμε, ακόμα το θυμάμαι να κλαίει από χαρά. Την άλλη ημέρα φώναξε δύο αξιωματικούς, έναν υπαξιωματικό και δύο από το πλήρωμα να υπογράψουν ότι έσπασε μια νταμιτζάνα με υγρά μπαταρίας στην αποθήκη και κατάστρεψε όλα τα τρόφιμα. Σοκολάτες, μπισκότα, σαπούνια, κλπ. Υπέγραψαν όλοι μετά χαράς. [...]