Σε ώρες μεγάλης αγωνίας
που ακινητούν τα νερά
και λύνονται τα σωθικά μου
σε φωνάζω.
Έχεις, λένε, πεθάνει.
Πολιούχο σκοτάδι σε σκέπει.
Τού τάζω.
Μ` αφήνει να κοιτάξω χαριστικά.
«Την αγαπούσες στ` αλήθεια» μου λέει.
«Έλα να δεις πώς κοιμάται η μάνα σου.»
Πουλάκι αποδημητικό
της ξενιτιάς πουλάκι
τα δυο της χέρια σαν φτερά
τα έχει διπλωμένα
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)