Η αναιρετική διαδικασία, πέραν της σημαντικής πρακτικής σημασίας της, παρουσιάζει ιδιαίτερο δογματικό ενδιαφέρον, αφού σ’ αυτήν αποτυπώνεται η συνολική κυρωτική μορφή της ποινικής δικονομίας. Ξεχωριστή θέση στον σχετικό χώρο κατέχουν οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι, σε πρακτικό επίπεδο, λειτουργούν ως μία δεύτερη ευκαιρία. Στο παρόν έργο αναλύονται τα κρισιμότερα δογματικά ζητήματα που ανακύπτουν, καθώς κι ένα πλήθος πρακτικών δικονομικών προβλημάτων που έχουν μέχρι σήμερα ανακύψει στην αρεοπαγιτική νομολογία.
Το έργο ξεχωρίζει για την πληρότητα των δογματικών προσεγγίσεων, τις πλούσιες και πλήρως τεκμηριωμένες κριτικές προσεγγίσεις και την έμφαση στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων, αποτελώντας έναν χρήσιμο οδηγό για τον δικαστή και τον δικηγόρο της πράξης.
Ειδικότερα, η μονογραφία διαιρείται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται μία ιστορική (§ 1) και συγκριτική (§ 2) επισκόπηση του θεσμού των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. Ακολουθεί η θεωρητική προσέγγιση του δικαιολογητικού λόγου θεσπίσεώς τους (§ 3) και προσδιορίζεται η νομική φύση τους (§ 4). Στο δεύτερο κεφάλαιο ερευνάται η εξάρτηση των πρόσθετων λόγων από το κύριο αναιρετήριο. Ο έλεγχος της βασιμότητας των πρόσθετων λόγων διενεργείται μόνον εφόσον διαπιστωθεί από τον Άρειο Πάγο ότι υπάρχει παραδεκτή αναίρεση (§ 1) κι ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος (§ 2). Δεν υπάρχει, όμως, εξάρτηση από απόψεως περιεχομένου, με την έννοια ότι στην ποινική αναιρετική διαδικασία δεν απαιτείται οι πρόσθετοι λόγοι να προσβάλλουν κεφάλαια της αποφάσεως ήδη αναιρεσιβληθέντα ή αναγκαίως συνεχόμενα με τα ήδη προβληθέντα με αναίρεση (§ 3). Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις προϋποθέσεις και τη διαδικασία προβολής των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως. Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται η κριτική προσέγγιση πολλών νομολογιακών θέσεων του Ακυρωτικού μας, με σκοπό την τήρηση μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των δικονομικών θέσεων του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου αφενός και του «αναιρεσίβλητου» παρισταμένου για την υποστήριξη της κατηγορίας ή του εισαγγελέα αφετέρου. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης παρουσιάζεται η διαδικασία εξέτασης (§ 1) αλλά και «επανεξέτασης» (§ 2) των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως.