Η Φύση του γοτθικού ρυθμού αποτελεί μια κραυγή αγωνίας του συγγραφέα για τη σημασία της τεχνοτροπίας και, μαζί με αυτήν, για την απώλεια της κοινωνίας την οποία θαύμαζε τόσο πολύ. Είναι το καίριο σημείο της σκέψης του Τζον Ράσκιν, διότι κατευθύνει την έρευνα προς ριζοσπαστικά πρωτότυπες κοινωνικο-πολιτικές ιδέες. Ο Γουίλιαμ Μόρις, ο οποίος αργότερα το εξέδωσε αυτόνομα, σ’ έναν υπέροχο τόμο του οίκου Kelmscott Press, το χαρακτήρισε ως «ένα από τα σπάνια κι απαραίτητα έργα που μας αφήνει ως παρακαταθήκη ο αιώνας μας». […] Ο Ράσκιν αντιδρούσε στην εκβιομηχάνιση, η οποία έδειχνε να απειλεί τη δημιουργικότητα σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο: τυποποίηση, μαζική παραγωγή, κοινότοπες ιδέες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ήταν λάτρης του πρώιμου γοτθικού ρυθμού, διότι τα οικοδομήματα του τελευταίου ήταν ακατέργαστα κι ασυνήθιστα, ασύμμετρα, πλασμένα από τα ίδια τα χέρια των καλλιτεχνών και των μαστόρων, ενώ τα μοτίβα τους εμπνέονταν άμεσα απ’ την ίδια τη φύση.
Στις μέρες μας προσπαθούμε συνεχώς να διαχωρίσουμε την επινόηση από την εκτέλεση. Διακρίνουμε πλήρως αυτόν που επινοεί από εκείνον που υπακούει, αντιμετωπίζοντας, μάλιστα, τον πρώτο ως ευυπόληπτο πολίτη ενώ τον δεύτερο σαν απλό εκτελεστικό όργανο. Στην πραγματικότητα όμως, ο εργάτης θα έπρεπε συχνά να χρησιμοποιεί τη διάνοιά του, όπως κι αυτός που επινοεί θα πρέπει να συμμετέχει στην εκτέλεση. Αντίστοιχα, αμφότεροι θα έπρεπε να θεωρούνται ευυπόληπτοι, με όλη τη σημασία της λέξης. Δυστυχώς, όμως, έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, είναι κι οι δυο τους ανυπόληπτοι: ο μεν πρώτος επειδή περιφρονεί τον αδερφό του, ενώ ο δεύτερος επειδή τον φθονεί. Με αποτέλεσμα η κοινωνία να χωρίζεται πλέον σε καταθλιπτικούς διανοούμενους και δυστυχισμένους εργάτες. Καθώς δεν μπορούμε να τις διαχωρίσουμε δίχως σοβαρές συνέπειες για την κοινωνία, μόνον η χειρωνακτική εργασία μπορεί να θεραπεύσει τη διανοητική, και μόνο η επινόηση δύναται να καταστήσει τη χειρωνακτική εργασία ευχάριστη.