Στο εστιατόριο ενός σιδηροδρομικού σταθμού, κάπου στην Ευρώπη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο πολιτικοί πρόσφυγες, ο βιοπαλαιστής Κάλε και ο αστός Τσίφελ, συναντιούνται σχεδόν τυχαία και συζητούν για θέματα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους: Ξεκινώντας από την καθημερινότητα της προσφυγιάς, όπου η μπίρα είναι αραιωμένη, ο καφές δεν είναι καφές και ο καπνός είναι κακής ποιότητας, φτάνουν να αναλύουν σημαντικά ζητήματα της πολιτικής και της ηθικής, μιλώντας για τα διαβατήρια, τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, το σχολείο, τον πατριωτισμό και τη Δημοκρατία. Στους Διαλόγους προσφύγων ο Μπρεχτ αξιοποιεί βιωματικό υλικό από την περιπλάνησή του ανά την Ευρώπη, όπου βρέθηκε ως πρόσφυγας διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς, για να καυτηριάσει την υποκρισία των ισχυρών σε βάρος των ανίσχυρων, επιστρατεύοντας και τη σάτιρα στον μαχητικό αντιφασισμό. Η διευρυμένη θεματική των Διαλόγων, καθώς και η προσέγγισή τους από τη σκοπιά δύο διαφορετικών κόσμων, του εργάτη Κάλε και του διανοούμενου Τσίφελ, συνθέτουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, συστήνοντας στον αναγνώστη τον Μπρεχτ ως διανοητή και άνθρωπο, αποκαλύπτοντας σημαντικά και εν πολλοίς άγνωστα στοιχεία της ζωής του