Μικρός έβγαινα στης πόρτας το πλατύσκαλο να τηράξω την αυλή και το σοκάκι της γειτονιάς, να τηράξω και τη μεγάλη δημοσιά αντίκρα και το δασύλλιο με τα μικρά πεύκα που έκαναν ν’ αξήνουν, να ντύσουνε τη ράχη. Ένα δειλινό η μάνα έβαλε μπρος στο κατώφλι ένα μικρό στρωσίδι πλουμιστό, αλλιώτικο απ’ τα συνηθισμένα. Να μπει ο χινόπωρος, είπε. Είπα τότες με νου μου, ο χινόπωρος θα ’ναι ένας άντρας με λερωμένα παπούτσια.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.