Και το ποτάμι πράσινο, μακρύ, είχε τα μάτια φιδιού.
Και οι θεοί-τοξότες έριχναν τα βέλη στις ραφές τ’ ουρανού.
Και σιγά-σιγά τα άστρα χρυσά καρφιά αποκοιμώνται.
Και τρυφερές καμινάδες στέλνουν νέφη μπαχαρικών ακαταπαύστως.
Και φτερωτοί καλόγεροι θυμιάζουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Και ξαναψέλνω Μεγάλη Τρίτη το άγνωστό μου απολυτίκιον.
Και ακούω τον αντίλαλο να με φωνάζει Αδάμ! Αδάμ!
Και στα πολύ παλιά χρόνια βλέπω την πρώτη-πρώτη αυγή.
Και αναγνωρίζω το αρχαίο ποδοβολητό.
Και έρχεσαι σε αυτό που θα πουν Παράδεισο οι φίλοι
–αιώνες μετά– με μια χρυσή μπίρα στο χέρι.
Και σε συναγωνίζομαι σε κείνο το πρωτόπλαστο αδέξιο φιλί.
Και ο Θεός μαγειρεύει το πρώτο μου λάθος.
Και από τότε σου δίνει την αρχηγία.
Και αστραπιαία, το ρόδινό σου δάχτυλο χαϊδεύει τη σκανδάλη.
Και προσεύχομαι, με συντριβή βαθιά, να σε έχω για πάντα.
Και ο Θεός με ακούει, γιατί πραγματοποιεί πάντα τις επιθυμίες όσων πιστεύουν βαθιά.
Ειδικά όταν θέλει να τους τιμωρήσει.