«...Ντράπηκα και κοίταξα ολόγυρα. Στη μια άκρη της παραλίας ήμασταν εμείς. Μόνοι μας. Στην άλλη, δυο παρέες. Ένα ζευγάρι νεαρών, αδιάκοπα σφιχταγκαλιασμένοι σαν τυλιγμένες κάμπιες και μια οικογένεια μ’ ένα παιδί, σκυφτό, που όταν σήκωνε το κεφάλι κοιτούσε τον ουρανό με τον τρόπο που κάποιος αναπολεί μέρη που δεν έχει δει. Εγώ, πάλι, άκουγα δυο παιδιών φωνές, αγόρι και κορίτσι πρέπει να ‘τανε, που μιλούσαν κι έπαιζαν γελώντας ζωηρά. Και για μια στιγμή, όταν πήρανε μια γεύση βραχνάδας, νόμιζα ότι ερχόντανε από την κοιλιά μου. Ανασηκώθηκα και την κοίταξα. Έμοιαζε πρησμένη...»
Σπασμένες γραμμές, σπασμένες συνειδήσεις.
Μικρές ιστορίες για τα μεγάλα ρήγματα στις ζωές των ανθρώπων.